- μελῳδικόν
- μελῳδικόςby means of melodymasc acc sgμελῳδικόςby means of melodyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελωδικός — ή, ό (ΑM μελῳδικός, ή, όν) [μελωδός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μελωδία ή αυτός που έχει μελωδία («μελωδική φωνή») μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελωδικόν γλυκό και ευχάριστο τραγούδι. επίρρ... μελωδικώς και ά (ΑM μελῳδικῶς) με μελωδία … Dictionary of Greek